βραχύβιος

βραχύβιος
-α, -ο
αυτός που η ζωή του έχει μικρή διάρκεια, ολιγόζωος: Στο βασίλειο των εντόμων υπάρχουν αρκετοί βραχύβιοι οργανισμοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βραχύβιος — short lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύβιος — α, ο (AM βραχύβιος, ον) αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος …   Dictionary of Greek

  • βραχυβιώτερον — βραχύβιος short lived masc acc comp sg βραχύβιος short lived neut nom/voc/acc comp sg βραχύβιος short lived adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυβιωτέρων — βραχύβιος short lived fem gen comp pl βραχύβιος short lived masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυβιώτατα — βραχύβιος short lived adverbial superl βραχύβιος short lived neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυβιώτατον — βραχύβιος short lived masc acc superl sg βραχύβιος short lived neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύβιον — βραχύβιος short lived masc/fem acc sg βραχύβιος short lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυβιωτέρου — βραχύβιος short lived masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυβιώτατοι — βραχύβιος short lived masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυβιώτερα — βραχύβιος short lived neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”